- ὑπερέκεινα
- ὑπερέκεινα adv. (= ὑπέρ + ἐκεῖνα, cp. ἐπέκεινα. Thomas Mag. 155, 7 ἐπέκεινα ῥήτορες λέγουσιν … ὑπερέκεινα δὲ μόνοι οἱ σύρφακες [rabble].—B-D-F §116, 3; Rob. 171; 297) beyond used w. gen. τὰ ὑπερέκεινα ὑμῶν (sc. μέρη) the lands that lie beyond you 2 Cor 10:16 (B-D-F §184; Rob. 647).—DELG s.v. ἐκεῖ. M-M.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.